- λουκούλλειος
- -α, -ο(για γεύμα), πολύ πλούσιος, χορταστικός: Οι Ρωμαίοι οργάνωναν λουκούλλεια γεύματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λουκούλλειος — α, ο (Α λουκούλλειος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ρωμαίο στρατηγό Λούκουλλο νεοελλ. φρ. «λουκούλλειο γεύμα» πλουσιότατο, πλουσιοπάροχο γεύμα αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λουκούλλεια αγώνες προς τιμήν τού Λουκούλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek